- περισπασμοῦ
- περισπασμόςwheeling roundmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
отътьргновеньѥ — ОТЪТЬРГНОВЕНЬ|Ѥ (1*), ˫А с. Действие по гл. отътьргнѹти во 2 знач.: мужь праведенъ ѹщедрѧѥть д҃ша скотъ своихъ. вкупѣ же да ѹпражненьѥ неплодно. ѥже къ телеси ѿтергъновень˫а. к б҃у будемъ въ п(с)лмѣхъ. (περισπασμοῦ) ПНЧ к. XIV, 144а. Ср.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… … Dictionary of Greek